- ψιλήπλευρα
- τὰ, Αβλ. ψιλόπλευρον.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ψιλόπλευρον — τὸ, πληθ. και ψιλήπλευρα, ΜΑ 1. άρθρωση 2. ώμος 3. πλευρά αλόγου. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. ουδ. αμάρτυρου επιθ. *ψιλόπλευρος < ψιλός + πλευρος (< πλευρόν), πρβλ. πλατύ πλευρον] … Dictionary of Greek